- καταψυχή
- καταψυχή, ἡ (Α)ψυχρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ε-ψύχ-ην, παθ. αόρ. β' τού καταψύχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταψύχῃ — καταψύ̱χῃ , καταψύχω cool pres subj mp 2nd sg καταψύ̱χῃ , καταψύχω cool pres ind mp 2nd sg καταψύ̱χῃ , καταψύχω cool pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)